Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
χημειοχειρουργικός [agg.] χιλιάδα [s. femm.]
χημικός [agg.] χιλιανός [agg.]
χημικός [s. masch. e femm.] χιλιάρικο [s. nt.]
χήνα {χηνών} χιλιασμός [s. masch.]
χηνάκι [s. nt.] χιλιαστής [s. masch.]
χηνάρι [s. nt.] χιλιαστικός [agg.]
χήρα {χηρών} χιλιετηρίδα [s. femm.]
χηρεία [s. femm.] χιλιετία {χιλιετών}
χηρεμένος [agg.] χιλιόγραμμο {χιλιογράμ...
χηρευάμενος [agg.] χιλιογραμμόμετρο {χιλιογραμ...
χηρεύω {μτχ. ενεσ... χιλιοειπωμένος [agg.]
χηρεύων [agg.] χιλιοθερμίδα [s. femm.]
χήρος [s. masch.] χιλιοι [s. masch. pl.]
χθαμαλός [agg.] χιλιόκυκλος {-ου κ. -ύ...
χθες [s. nt.] χιλιόλιτρο {χιλιολίτρ...
χθες [avv.] χιλιομετρητής [s. masch.]
χθεσινός [agg.] χιλιομετρικός [agg.]
χθων {χθον-ός, ... χιλιόμετρο {χιλιομέτρ...
χι [s. nt.] χιλιοστό [s. nt.]
χιάζω {χίασ-α, -... χιλιοστόγραμμο [s. nt.]
χίασμα [s. nt.] χιλιοστόλιτρο {χιλιοστολ...
χιασμός [s. masch.] χιλιοστομετρικός [agg.]
Χιλή [s. femm.] χιλιοστόμετρο [s. nt.]
χίλια [s. femm.] χιλιοστός [agg.]
χίλια [agg. num. card.] χίμαιρα {χιμαιρών}

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: