Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
χειροτεχνικός [agg.] χέρια [s. nt. pl.]
χειροτονημένος [agg.] χεροβολιά [s. femm.]
χειροτονία [s. femm.] χερόβολο [s. nt.]
χειροτονώ {χειροτονε... χερομάχος [s. masch.]
χειροτονών [s. masch.] χερόμυλος [s. masch.]
χειρουργείο [s. nt.] χεροπάλαμο [s. nt.]
χειρουργήσιμος [agg.] χερουβικός [agg.]
χειρουργική [s. femm.] χερουβίμ {άκλ.}
χειρουργικός [agg.] χερούλι {χερουλ-ιο...
χειρουργούμαι [v.] χερσαίος [agg.]
χειρουργώ {χειρουργε... χερσόνησος {χερσονήσ-...
χειροφίλημα {χειροφιλή... χέρσος [agg.]
χειρόφρενο [s. nt.] χερσότοπος {χερσότοπω...
χειρωνάκτης [s. masch.] χέσιμο [s. nt.]
χειρωνακτικά [avv.] χέστης {χεστών}
χειρωνακτικός [agg.] χέω [v. trans.]
χειρώναξ [s. masch.] χηλή [s. femm.]
χέλι [s. nt.] χηλικός [agg.]
χελιδονάκι [s. nt.] χημεία [s. femm.]
χελιδόνι {χελιδον-ι... χημειοθεραπεία {χημειοθερ...
χελιδονοουρά [s. femm.] χημειοθεραπευτικός [agg.]
χελώνα [s. femm.] χημειόταξις [s. femm.]
χελωνόσουπα [s. femm.] χημειοτροπικός [agg.]
χέρι {χερ-ιού |... χημειοτροπισμός [s. masch.]
χεριά [s. femm.] χημειοχειρουργική [s. femm.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: