Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
χειροκροτών [agg.] χειροτέχνης {χειροτεχν...
χειρόκτιο {χειροκτί-... χειροτεχνία {χειροτεχν...
χειρολαβή [s. femm.] χειροτεχνικά [avv.]
χειρομαλάκτης {χειρομαλα... χειροτεχνικός [agg.]
χειρομάλαξη {-ης κ. -ά... χειροτονημένος [agg.]
χειρομαντεία {χειρομαντ... χειροτονία [s. femm.]
χειρομάντης ο πληθ. χε... χειροτονώ {χειροτονε...
χειρονομία {χειρονομι... χειροτονών [s. masch.]
χειρονομώ {χειρονομε... χειρουργείο [s. nt.]
χειροπέδες [sost femm. pl.] χειρουργήσιμος [agg.]
χειροπέδη {δύσχρ. χε... χειρουργική [s. femm.]
χειροπεδώ {χειροπεδε... χειρουργικός [agg.]
χειροπιαστός [agg.] χειρουργούμαι [v.]
χειροποίητα [avv.] χειρουργώ {χειρουργε...
χειροποίητος [agg.] χειροφίλημα {χειροφιλή...
χειροπρακτική [s. femm.] χειρόφρενο [s. nt.]
χειροπρακτικός [agg.] χειρωνάκτης [s. masch.]
χειρόπτερα [s. nt. pl.] χειρωνακτικά [avv.]
χειρότερα [avv.] χειρωνακτικός [agg.]
χειροτέρεμα [s. nt.] χειρώναξ [s. masch.]
χειροτέρευση [-εις] χέλι [s. nt.]
χειροτερεύω {χειροτέρ-... χελιδονάκι [s. nt.]
χειρότερος [agg.] χελιδόνι {χελιδον-ι...
χειροτέχνες [sost femm. pl.] χελιδονοουρά [s. femm.]
χειροτέχνημα {χειροτεχν... χελώνα [s. femm.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: