Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
χασκαρίζω [v.] χαυνωμένος [agg.]
χάσκας [s. masch.] χαυνώνω (χαύν-ωσα,...
χασκογελώ {χασκογελά... χαύνωση {-ης κ. -ώ...
χάσκω {μόνο σε ε... χαφιεδισμός {χωρ. πληθ...
χάσμα {χάσμ-ατος... χαφιές {χαφιέδες}...
χάσμημα [s. nt.] χάφτω {έχαψα, χά...
χασμούρημα {χασμουρήμ... χάχανα {χωρ. γεν....
χασμουρητό [s. nt.] χαχανητά [s. nt. pl.]
χασμουριέμαι {χασμουρήθ... χαχανητό [s. nt.]
χασμουριούμαι (χασνμουρή... χαχανίζω {χαχάνισα}...
χασμωδία {χασμωδιών... χαχάνισμα [s. nt.]
χασοδίκης {χασοδικών... χάχανο [s. nt.]
χασομεράω [v. trans e intr.] χάχας {χωρ. πληθ...
χασομέρης {χασομέρηδ... χαχόλικος [agg.]
χασομέρι {χωρ. γεν.... χάψη [s. femm.]
χασομερώ {χασομεράς... χαψιά [s. femm.]
χασούρα {χωρ. πληθ... χάψιμο [s. nt.]
χαστούκι {χαστουκ-ι... χαώδης {χαώδ-ους ...
χαστουκιά [s. femm.] χεδίβης [s. masch.]
χαστουκίζω {χαστούκισ... χεδρωπά [s. nt. pl.]
χατζής {χατζήδες} χεζάς {χεζάδες}
χαυλιόδοντας {χαυλιοδόν... χέζω {έχεσα, χέ...
χαύνος [agg.] χειλάκι {χωρ. γεν....
χαυνότητα [s. femm.] χειλανθής [agg.]
χαυνωμένα [avv.] χειλεοδοντικός [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: