Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
χαροποίηση [s. femm.] χαρτόδετος [agg.]
χαροποιητικός [agg.] χαρτοκιβώτιο {χαρτοκιβω...
χαροποιούμαι [v.] χαρτοκλέβω {χαρτόκλεψ...
χαροποιώ {χαροποιεί... χαρτοκλέφτης {χωρ. γεν....
χάρος [s. masch.] χαρτοκλεψία [s. femm.]
χαρούμενα [avv.] χαρτοκόπτης {χαρτοκοπτ...
χαρούμενος [agg.] χαρτομαντεία [s. femm.]
χαρούπι {χαρουπ-ιο... χαρτομάντης [s. masch.]
χαρουπιά [s. femm.] χαρτομάντιλο [s. nt.]
χαρταετός [s. masch.] χαρτομάντισσα [s. femm.]
χαρτζιλίκι {χαρτζιλικ... χαρτόνι {χαρτον-ιο...
χάρτης {-η κ. (λό... χαρτονόμισμα {χαρτονομί...
χαρτί {χαρτ-ιού ... χαρτονομίσματα [s. nt. pl.]
χαρτιά [s. nt. pl.] χαρτοπαίζω {χαρτόπαιξ...
χαρτικά [s. nt. pl.] χαρτοπαίκτης {χαρτοπαικ...
χάρτινος [agg.] χαρτοπαιξία {χωρ. πληθ...
χαρτοβασίλειο {χαρτοβασι... χαρτοπετσέτα {χαρτοπετσ...
χαρτοβιομηχανία {χαρτοβιομ... χαρτοποιείο [s. nt.]
χαρτοβιομήχανος {χαρτοβιομ... χαρτοποιία {χωρ. πληθ...
χαρτογράφηση {-ης κ. -ή... χαρτοπόλεμος [s. masch.]
χαρτογραφία {χωρ. πληθ... χαρτοπολτός [s. masch.]
χαρτογραφικός [agg.] χαρτοπωλείο [s. nt.]
χαρτογράφος [s. masch. e femm.] χαρτοπώλης {χαρτοπωλώ...
χαρτογραφώ {χαρτογραφ... χαρτορίχτρα {δύσχρ. χα...
χαρτόδεμα {χαρτοδέμ-... χαρτοσακούλα {χωρ. γεν....

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: