Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
χαλαρωτικός [agg.] χαλιναγωγώ {χαλιναγωγ...
χάλασμα {χαλάσμ-ατ... χαλινάρι {χαλιναρ-ι...
χαλάσματα [s. nt. pl.] χαλινάρια [s. nt. pl.]
χαλασμένος [agg.] χαλινός [s. masch.]
χαλασμός {χωρ. πληθ... χαλινώνω {χαλίνω-σα...
χαλαστής [s. masch.] χαλιφάτο [s. nt.]
χαλάω [v. trans e intr.] χαλίφης {χαλιφών}
χαλβάς {χαλβάδες}... χαλκέντερος [agg.]
χαλδαίος [agg. e s. masc.] χάλκευμα {χαλκεύμ-α...
χαλεπός [agg.] χαλκευμένος [agg.]
χάλι {χωρ. γεν.... χαλκεύς {χαλκ-έως ...
χαλί {χαλ-ιού |... χάλκευση {-ης κ. -ε...
χάλια [s. nt. pl.] χαλκευτής [s. masch.]
χαλιέμαι [v.] χαλκεύω {χάλκ-ευσα...
Χαλικάκι [s. nt.] χαλκιάς {χαλκιάδες...
χαλίκι {χαλικ-ιού... Χαλκιδική [s. femm.]
χαλίκια [s. nt. pl.] χάλκινος [agg.]
χαλικοστρώνω {χαλικόστρ... χαλκογράφημα {χαλκογραφ...
χαλικόστρωση {-ης κ. -ώ... χαλκογραφία {χαλκογραφ...
χαλικώδης {χαλικώδ-ο... χαλκογραφικός [agg.]
χαλικώνω (χαλίκ-ωσα... χαλκογράφος [s. masch. e femm.]
χαλίκωση {-ης κ. -ώ... χαλκολιθογραφία [s. femm.]
χαλιναγωγημένος [agg.] χαλκομανία {χαλκομανι...
χαλιναγώγηση {-ης κ. -ή... χαλκοπυρίτης [s. masch.]
χαλιναγωγούμαι [v.] χαλκός {χωρ. πληθ...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: