Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
χάλκευμα {χαλκεύμ-α... χαλνώ [-άς, -ά] ...
χαλκευμένος [agg.] χαλούμι {χαλουμ-ιο...
χαλκεύς {χαλκ-έως ... χάλυβας {χωρ. πληθ...
χάλκευση {-ης κ. -ε... χαλύβδινος [agg.]
χαλκευτής [s. masch.] χαλυβδωμένος [agg.]
χαλκεύω {χάλκ-ευσα... χαλυβδώνω {χαλύβδω-σ...
χαλκιάς {χαλκιάδες... χαλύβδωση [s. femm.]
Χαλκιδική [s. femm.] χαλυβουργείο [s. nt.]
χάλκινος [agg.] χαλυβουργία {χαλυβουργ...
χαλκογράφημα {χαλκογραφ... χαλώ {χαλ-άς......
χαλκογραφία {χαλκογραφ... χαμαιλέοντας {-α κ. -ος...
χαλκογραφικός [agg.] χαμαιλεόντιος [agg.]
χαλκογράφος [s. masch. e femm.] χαμαιλεοντισμός [s. masch.]
χαλκολιθογραφία [s. femm.] χαμαιτυπείο [s. nt.]
χαλκομανία {χαλκομανι... χαμάλης {χαμάληδες...
χαλκοπυρίτης [s. masch.] χαμαλίκι {χαμαλικιο...
χαλκός {χωρ. πληθ... χαμάλικος [agg.]
χαλκοτυπία {χωρ. πληθ... χαμαλοδουλειά [s. femm.]
χαλκουργείο [s. nt.] χαμένος [agg.]
χαλκουργός [s. masch.] χαμέρπεια {χωρ. πληθ...
χαλκούχος [agg.] χαμερπής {χαμερπ-ού...
χαλκοφόρος [agg.] χαμερπώς [avv.]
χαλκόχρωμος [agg.] χαμηλά [avv.]
χάλκωμα [s. nt.] χαμηλόβαθμος [agg.]
χαλκωματάδικο [s. nt.] χαμηλοβλεπούσα {χωρ. γεν....

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: