Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
φωτοδότης {δύσχρ. φω... φωτοφοβία {χωρ. πληθ...
φωτοδυναμικός [agg.] φωτοφόρηση [s. femm.]
φωτοελαστικός [agg.] φωτοφράχτης [s. masch.]
φωτοελαστικότητα [s. femm.] φωτοχαρακτική {χωρ. πληθ...
φωτοευαίσθητος [agg.] φωτοχημεία [s. femm.]
φωτοηλεκτρικός [agg.] φωτοχημικός [agg.]
φωτοηλεκτρισμός {χωρ. πληθ... φωτοχρωμία [s. femm.]
φωτοηλεκτρόνιο [s. nt.] φωτοχυσία {χωρ. πληθ...
φωτοηλιογράφημα [s. nt.] χάβαρο [s. nt.]
Φωτοηλιογραφία [s. femm.] χαβιάρι {χαβιαριού...
φωτοηλιογράφος [s. masch.] χάβρα {χωρ. γεν....
φωτοθεραπεία {φωτοθεραπ... χάδεμα [s. nt.]
φωτοθεραπευτικός [agg.] χάδι {χαδ-ιού |...
φωτο–ιονισμός [s. masch.] χαδιάρα [agg.]
φωτοκάθοδος [s. masch.] χαδιάρης {χαδιάρηδε...
φωτοκύτταρο {φωτοκυττά... χαδούσα [s. femm.]
φωτολιθογραφία [s. femm.] χαζά [avv.]
φωτολιθογραφικός [agg.] χάζεμα [s. nt.]
φωτολιθογράφος [s. masch.] χαζεύω {χάζεψα} (...
φωτόλυση {-ης κ. -ύ... χάζι {χωρ. γεν....
Φωτολυτικός [agg.] χαζοβιόλης {χαζοβιόλη...
φωτομετρία {χωρ. πληθ... χαζογελώ {χαζογελάς...
φωτομετρικός [agg.] χαζοκουβέντα {χωρ. γεν....
φωτοφανής [agg.] χαζοκουβέντες [sost femm. pl.]
φωτοφιλία [s. femm.] χαζολογάω [v. intr.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: