Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
φωταγωγία {φωταγωγιώ... φωτοαντίγραφο {φωτοαντιγ...
φωταγωγώ {φωταγωγεί... φωτοαντίδραση [s. femm.]
φωταέριο {φωταερίου... φωτοβολή [s. femm.]
φωτάκι [s. nt.] φωτοβολία {χωρ. πληθ...
φωταυγής [agg.] φωτοβολίδα [s. femm.]
φωταψία {φωταψιών} φωτοβόλος [agg.]
φωτάω [v.] φωτοβολταϊκός [agg.]
φωτεινά [avv.] φωτοβολώ {φωτοβολεί...
φωτεινός [agg.] φωτογένεια {χωρ. πληθ...
φωτεινότητα [s. femm.] φωτογένεση [s. femm.]
φωτιά [s. femm.] φωτογενής [agg.]
φωτιά! [int.] φωτογόνος [agg.]
φωτίζομαι [v. pass.] φωτόγραμμα {φωτογράμμ...
φωτίζω {φώτισ-α, ... φωτογραμμετρία {χωρ. πληθ...
φώτιση {-ης κ. -ί... φωτογραμμετρικός [agg.]
φώτισμα [s. nt.] φωτογραφείο [s. nt.]
φωτισμένος [agg.] φωτογραφία {φωτογραφι...
φωτισμός [s. masch.] φωτογραφίζω {φωτογράφι...
φωτιστής [s. masch.] φωτογραφικά [avv.]
φωτιστικά [s. nt. pl.] φωτογραφικός [agg.]
φωτιστικό [s. nt.] φωτογράφος [s. masch. e femm.]
φωτιστικός [agg.] φωτογραφώ [-είς, -εί...
φωτοαγώγιμος [agg.] φωτοδεκτικός [agg.]
φωτοαγωγιμότητα {χωρ. πληθ... φωτοδιάσπαση [s. femm.]
Φωτοαλλεργία [s. femm.] φωτοδίοδος [s. masch.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: