Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
φώλι {φωλ-ιού |... φωνομετρία {χωρ. πληθ...
φωλιά [s. femm.] φωνόμετρο {φωνομέτρ-...
φωλιάζω {φώλιασα} ... φωνοσκόπιο {φωνοσκοπί...
φωλίτης [s. masch.] φωνόχορτο [s. nt.]
φώλος [s. masch.] φωνώ [-είς, -εί...
φωνάζω {φώναξα} (... φώραση {-ης κ. -ά...
φωνακλάς {φωνακλάδε... φωρατής [s. masch.]
φωνασκία {φωνασκιών... φως {φωτ-ός | ...
φωνασκώ {φωνασκείς... φωσγένιο [s. nt.]
φωνασκών [agg.] φωστήρας [s. masch.]
φωναχτά [avv.] φωσφατάση [s. femm.]
φωναχτός [agg.] φωσφίνιο [s. nt.]
φωνή [s. femm.] φωσφολιπίδιο [s. nt.]
φωνήεν {φωνή-εντο... φωσφορίζω {εύχρ. μόν...
φώνημα {φωνήμ-ατο... φωσφορίζων [agg.]
φώνηση {-ης κ. -ή... φωσφορικός [agg.]
φωνητική {χωρ. πληθ... φωσφορισμός {χωρ. πληθ...
φωνητικός [agg.] φωσφορίτης {φωσφοριτώ...
φωνητικότητα [s. femm.] φώσφορος {χωρ. πληθ...
φωνογράφημα [s. nt.] φωσφόρος [s. masch.]
φωνογραφία {φωνογραφι... φωσφορούχος [agg.]
φωνογραφικός [agg.] φωσφορυλιώνω [v.]
φωνογράφος [s. masch.] φωσφορυλίωση [s. femm.]
φωνολογία {χωρ. πληθ... Φώτα [s. nt. pl.]
φωνολογικός [agg.] φωταγώγηση {-ης κ. -ή...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: