Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
φυτοπαλαιοντολογία [s. femm.] φωνασκία {φωνασκιών...
φυτοτομία [s. femm.] φωνασκώ {φωνασκείς...
φυτοφαγία [s. femm.] φωνασκών [agg.]
φυτοφάγος [agg.] φωναχτά [avv.]
φυτοφάρμακο {φυτοφαρμά... φωναχτός [agg.]
φυτοφυσιολογία [s. femm.] φωνή [s. femm.]
φυτοχημεία [s. femm.] φωνήεν {φωνή-εντο...
φυτοχημικός [agg.] φώνημα {φωνήμ-ατο...
φυτόψειρα {δύσχρ. φυ... φώνηση {-ης κ. -ή...
φύτρα {φυτρών} φωνητική {χωρ. πληθ...
φύτρο [s. nt.] φωνητικός [agg.]
φύτρωμα [s. nt.] φωνητικότητα [s. femm.]
φυτρώνω {φύτρω-σα,... φωνογράφημα [s. nt.]
φυτώριο {φυτωρί-ου... φωνογραφία {φωνογραφι...
φύω [v.] φωνογραφικός [agg.]
φώκια {φωκιών} φωνογράφος [s. masch.]
φωκομελία [s. femm.] φωνολογία {χωρ. πληθ...
φωλεύω {εύχρηστ. ... φωνολογικός [agg.]
φώλι {φωλ-ιού |... φωνομετρία {χωρ. πληθ...
φωλιά [s. femm.] φωνόμετρο {φωνομέτρ-...
φωλιάζω {φώλιασα} ... φωνοσκόπιο {φωνοσκοπί...
φωλίτης [s. masch.] φωνόχορτο [s. nt.]
φώλος [s. masch.] φωνώ [-είς, -εί...
φωνάζω {φώναξα} (... φώραση {-ης κ. -ά...
φωνακλάς {φωνακλάδε... φωρατής [s. masch.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: