Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
φύλο [s. nt.] φυσητήρας [s. masch.]
φυλογένεση {-ης κ. -έ... φυσίγγι [s. nt.]
φυλογενετικός [agg.] φυσίγγια [s. nt. pl.]
φύμα {φύμ-ατος ... φυσιγγιοθήκη {φυσιγγιοθ...
φυματικός [agg.] φυσικά [s. femm.]
φυμάτιο {φυματί-ου... φυσική [s. femm.]
φυματιώδης {φυματιώδ-... φυσικό [s. nt.]
φυματίωση {-ης κ. -ώ... φυσικός [agg.]
φυματώδης [agg.] φυσικότητα {χωρ. πληθ...
φύομαι (μόνο στο ... φυσιογνωμία {φυσιογνωμ...
φύρα [s. femm.] φυσιογνωμικός [agg.]
φυραίνω {φύρα-να, ... φυσιογνωμιστής [s. masch.]
φύραμα {φυράμ-ατο... φυσιογνώστης {φυσιογνωσ...
φύρδην–μύγδην [avv.] φυσιογνωστικός [agg.]
φυρόμυαλος [agg.] φυσιογραφία [s. femm.]
φυρονεριά [s. femm.] φυσιογράφος [s. masch. e femm.]
φύσα [s. femm.] φυσιοθεραπεία [s. femm.]
φυσαλίδα [s. femm.] φυσιοθεραπευτής [s. masch. e femm.]
φυσαλλιδώδης [agg.] φυσιοθεραπευτικός [agg.]
φυσαρμόνικα {χωρ. γεν.... φυσιοκράτης {φυσιοκρατ...
φυσέκι [s. nt.] φυσιοκρατία [s. femm.]
φυσερό [s. nt.] φυσιοκρατικός [agg.]
φύση {-ης κ. -ε... φυσιολογία {χωρ. πληθ...
φύσημα {φυσήμ-ατο... φυσιολογικός [agg.]
φυσηξιά [s. femm.] φυσιοπαθολογία {χωρ. πληθ...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: