Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
φύση {-ης κ. -ε... φυσιολογία {χωρ. πληθ...
φύσημα {φυσήμ-ατο... φυσιολογικός [agg.]
φυσηξιά [s. femm.] φυσιοπαθολογία {χωρ. πληθ...
φυσητήρας [s. masch.] φυσοκάλαμο [s. nt.]
φυσίγγι [s. nt.] φυσομανώ {φυσομαν-ε...
φυσίγγια [s. nt. pl.] φυστίκι [s. nt.]
φυσιγγιοθήκη {φυσιγγιοθ... φυσώ {φυσάς... ...
φυσικά [s. femm.] φυσώδης [agg.]
φυσική [s. femm.] φυτεία [s. femm.]
φυσικό [s. nt.] φύτεμα [s. nt.]
φυσικός [agg.] φυτεμένος [agg.]
φυσικότητα {χωρ. πληθ... φυτευτήρι [s. nt.]
φυσιογνωμία {φυσιογνωμ... φυτευτής [s. masch.]
φυσιογνωμικός [agg.] φυτεύω (φύτ-εψα, ...
φυσιογνωμιστής [s. masch.] φυτικός [agg.]
φυσιογνώστης {φυσιογνωσ... φυτικός–ορυκτός [agg.]
φυσιογνωστικός [agg.] φυτίνη {χωρ. πληθ...
φυσιογραφία [s. femm.] φυτό [s. nt.]
φυσιογράφος [s. masch. e femm.] φυτοβιολογία [s. femm.]
φυσιοθεραπεία [s. femm.] φυτογενής [agg.]
φυσιοθεραπευτής [s. masch. e femm.] φυτογεωγραφία [s. femm.]
φυσιοθεραπευτικός [agg.] φυτογεωλογία [s. femm.]
φυσιοκράτης {φυσιοκρατ... φυτογραφία [s. femm.]
φυσιοκρατία [s. femm.] φυτογραφικός [agg.]
φυσιοκρατικός [agg.] φυτοζωή [s. femm.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: