Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
φτώχεια [s. femm.] φυγοπονία [s. femm.]
φτώχεμα [s. nt.] φυγόπονος [agg.]
φτωχικά [avv.] φυγοπονώ {φυγοπονεί...
φτωχικό [s. nt.] φυγόστρατος [agg.]
φτωχικός [agg.] φυγόφωτος [agg.]
φτωχογειτονιά [s. femm.] φύκι {φυκ-ιού |...
φτωχομαχαλάς {φτωχομαχα... φύκος {φύκ-ους |...
φτωχοντυμένος [agg.] φύλαγμα {φυλάγματο...
φτωχός [agg.] φυλαγμένος [agg.]
φτωχόσπιτο [s. nt.] φυλάγομαι [v. pass.]
φτωχούλης [agg.] φυλάγω (φύλ-αξα, ...
φυγάδας [s. masch.] φύλακας {φυλάκων}
φύγαμε! [int.] φυλακή [s. femm.]
φυγάς [s. masch.] φυλακίζω {φυλάκισ-α...
φυγή {χωρ. πληθ... φυλάκιο {φυλακί-ου...
φυγοδικία [s. femm.] φυλάκιση {-ης κ. -ί...
φυγόδικος {φυγοδίκ-ο... φυλακισμένος [agg.]
φυγοδικώ [-είς, -εί... φυλακτό [s. nt.]
φυγοδικών [agg.] φυλακώνω {φυλάκω-σα...
φυγοκέντρηση [s. femm.] φύλαξη {-ης κ. -ά...
φυγοκεντρικός [agg.] φύλαρχος {φυλάρχ-ου...
φυγόκεντρος [agg.] φυλάσσω {κ. -άς......
φυγοκεντρώ [v.] φυλαχτό [s. nt.]
φυγομαχώ [-είς, -εί... φυλάω (φύλ-αξα, ...
φυγοπόλεμος [agg.] φυλετικός [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: