Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
φυλετισμός [s. masch.] φύλλωμα {φυλλώμ-ατ...
φυλή [s. femm.] φύλλωσις [s. femm.]
φύλλα [s. femm.] φυλλωτός [agg.]
φυλλάδα [s. femm.] φύλο [s. nt.]
φυλλάδιο {φυλλαδί-ο... φυλογένεση {-ης κ. -έ...
φυλλάριο [s. nt.] φυλογενετικός [agg.]
φύλλο [s. nt.] φύμα {φύμ-ατος ...
φυλλοβολή [s. femm.] φυματικός [agg.]
φυλλοβόλημα [s. nt.] φυμάτιο {φυματί-ου...
φυλλοβολία [s. femm.] φυματιώδης {φυματιώδ-...
φυλλοβόλος [agg.] φυματίωση {-ης κ. -ώ...
φυλλοβολώ [-είς, -εί... φυματώδης [agg.]
φυλλόβρυο [s. nt.] φύομαι (μόνο στο ...
φυλλογένεση [s. femm.] φύρα [s. femm.]
φυλλοειδής {φυλλοειδ-... φυραίνω {φύρα-να, ...
φυλλομέτρημα [s. nt.] φύραμα {φυράμ-ατο...
φυλλοξήρα {χωρ. πληθ... φύρδην–μύγδην [avv.]
φυλλοροών [agg.] φυρόμυαλος [agg.]
φυλλορρόημα [s. nt.] φυρονεριά [s. femm.]
φυλλόρροια [s. femm.] φύσα [s. femm.]
φυλλορροώ {φυλλορροε... φυσαλίδα [s. femm.]
φυλλοταξία {χωρ. πληθ... φυσαλλιδώδης [agg.]
φυλλοφόρος [agg.] φυσαρμόνικα {χωρ. γεν....
φυλλώδης {φυλλώδ-ου... φυσέκι [s. nt.]
φυλλώδιο [s. nt.] φυσερό [s. nt.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: