Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
Φραγκισκανός [s. masch.] φράξιες [sost femm. pl.]
φράγκο [s. nt.] φράξιμο [s. nt.]
φραγκοκάστελο [s. nt.] φραξιονισμός [s. masch.]
φραγκολεβαντίνικα [s. nt. pl.] φραξιονιστής [s. masch.]
φραγκοράφτης {φραγκοραφ... φραξιονιστικός [agg.]
φραγκοστάφυλο [s. nt.] φράξος [s. masch.]
φραγκοσυκιά [s. femm.] φράουλα [s. femm.]
φραγκόσυκο [s. nt.] φραουλί [agg.]
φράγμα {φράγμ-ατο... φράπα [s. femm.]
φραγμένος [agg.] φραπέ [s. nt.]
φραγμός [s. masch.] φρασεολογία {φρασεολογ...
φράζομαι [v.] φρασεολογικός [agg.]
φράζω {έφραξα, φ... φρασεολόγιο [s. nt.]
φρακαρισμένος [agg.] φράση {-ης κ. -ε...
φρακάρω {φράκαρα κ... φράσσω [v. trans e intr.]
φράκο [s. nt.] φράχτης {φραχτών}
φρακτήρας [s. masch.] φρέαρ {φρέ-ατος ...
φράκτης [s. masch.] φρεάτιο {φρεατί-ου...
φραμασονία [s. femm.] φρεγάτα [s. femm.]
φραμασόνος [s. masch.] φρέζα {φρεζών}
φραμπαλάς {φραμπαλάδ... φρεναπάτη {χωρ. πληθ...
φράντζα [s. femm.] φρενάρισμα [s. nt.]
φραντζόλα {χωρ. γεν.... φρενάρω {φρέναρ-α ...
φραντζολάκι [s. nt.] φρένες [sost femm. pl.]
φράξια {χωρ. γεν.... φρενήρης {φρενήρ-ου...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: