Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
φονικό [s. nt.] φορμαλιστικός [agg.]
φονικός [agg.] φορμαρισμένος [agg.]
φόνισσα {φονισσών} φορμάρω {φόρμαρα κ...
φόνος [s. masch.] φόρμουλα {χωρ. γεν....
φόντα [s. femm.] φοροαπαλλαγή [s. femm.]
φονταμενταλισμός [s. masch.] φοροδιαφεύγω {φοροδιέφυ...
φονταμενταλιστής [s. masch.] φοροδιαφυγή {χωρ. πληθ...
φοντάν {άκλ.} φοροεισπράκτορας {φοροεισπρ...
φόντο [s. nt.] φορολογημένος [agg.]
φόρα [s. femm.] φορολόγηση [s. femm.]
φορά {χωρ. πληθ... φορολογήσιμος [agg.]
φοράδα [s. femm.] φορολογητέος [agg.]
φοραδίτσα [s. femm.] φορολογία {σπανιότ. ...
φορβή {χωρ. πληθ... φορολογικός [agg.]
φορέας {φορ-είς, ... φορολογούμαι [v.]
φορείο [s. nt.] φορολογούμενος [s. masch.]
φόρεμα {φορέμ-ατο... φορολογώ {φορολογεί...
φορεσιά [s. femm.] φόρος [s. masch.]
φορητός [agg.] φοροτεχνικός [s. masch. e femm.]
φοριαμός [s. masch.] φόρουμ [s. nt.]
φοριέται [v.] φοροφυγάδας [s. masch.]
φόρμα {χωρ. γεν.... φόρτε {άκλ.}
φορμαλδεΰδη {χωρ. πληθ... φορτηγάκι {χωρ. γεν....
φορμαλισμός [s. masch.] φορτηγατζής {φορτηγατζ...
φορμαλιστής {φορμαλιστ... φορτηγίδα [s. femm.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: