Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
φοίνικας {φοινίκων} φόνος [s. masch.]
φοινικέλαιο {φοινικελα... φόντα [s. femm.]
φοινικιά [s. femm.] φονταμενταλισμός [s. masch.]
φοινικόδενδρο {-ου κ. -έ... φονταμενταλιστής [s. masch.]
Φοινικόλαδο [s. nt.] φοντάν {άκλ.}
φοινικόπτερος [s. masch.] φόντο [s. nt.]
φοινικοφόρος [s. masch.] φόρα [s. femm.]
φοίτηση [-εις] φορά {χωρ. πληθ...
φοιτητές [s. masch. pl.] φοράδα [s. femm.]
φοιτητής {φοιτητριώ... φοραδίτσα [s. femm.]
φοιτητικός [agg.] φορβή {χωρ. πληθ...
φοιτήτρια [s. femm.] φορέας {φορ-είς, ...
φοιτώ {φοιτάς...... φορείο [s. nt.]
φόλα {χωρ. γεν.... φόρεμα {φορέμ-ατο...
φολίδα [s. femm.] φορεσιά [s. femm.]
φολιδόμορφος [agg.] φορητός [agg.]
φολίδωση [s. femm.] φοριαμός [s. masch.]
φολιδωτός [agg.] φοριέται [v.]
φολκλόρ {άκλ.} φόρμα {χωρ. γεν....
φολκλορικός [agg.] φορμαλδεΰδη {χωρ. πληθ...
φονεύω {φόνευ-σα,... φορμαλισμός [s. masch.]
φονιάς {φονιάδες}... φορμαλιστής {φορμαλιστ...
φονικό [s. nt.] φορμαλιστικός [agg.]
φονικός [agg.] φορμαρισμένος [agg.]
φόνισσα {φονισσών} φορμάρω {φόρμαρα κ...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: