Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
φίσκα [agg.] φλεβοτόμος [s. masch.]
φιστίκι {φιστικ-ιο... φλεβώδης {φλεβώδ-ου...
φιτίλι {φιτιλ-ιού... φλέγμα {φλέγμ-ατο...
φιτιλιά [s. femm.] φλεγματικά [avv.]
φλαμανδικός [agg.] φλεγματικός [agg.]
Φλαμανδός [s. masch.] φλεγμονή [s. femm.]
φλαμούρι {φλαμουρ-ι... φλεγμονώδης {φλεγμονώδ...
φλαμπέ [agg.] φλέγομαι (μόνο στο ...
φλάμπουρο [s. nt.] φλεγόμενος [agg.]
φλάντζα {δύσχρ. φλ... φλέγω {κυρ. σε ε...
φλαουτίστας {χωρ. γεν.... φλέμα {φλέγμ-ατο...
φλάουτο [s. nt.] φλερτ [s. nt.]
φλας {άκλ.} φλερτάρισμα [s. nt.]
φλάσκα [s. femm.] φλερτάρω {φλέρταρα ...
φλέβα {φλεβών} φληνάφημα {φληναφήμ-...
Φλεβάρης [s. masch.] φλίπερ [s. nt.]
φλεβίδιο [s. nt.] φλιπεράκι [s. nt.]
φλεβικός [agg.] φλιτ {άκλ.}
φλεβίτιδα [s. femm.] φλιτζάνι {φλιτζαν-ι...
φλεβιτικός [agg.] φλόγα {φλογών}
φλεβογραφία {φλεβογραφ... φλογάτος [agg.]
φλεβορραγία {φλεβορραγ... φλογέρα {χωρ. γεν....
φλεβοσκλήρωση [s. femm.] φλογερά [avv.]
φλεβοτομή [s. femm.] φλογερός [agg.]
φλεβοτομία [s. femm.] φλογερότητα [s. femm.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: