Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
φιλοφρόνημα [s. nt.] φινάλε {άκλ.}
φιλοφρονήσεις [sost femm. pl.] φιναλίστ {άκλ.}
φιλοφρόνηση {-ης κ. -ή... φινέτσα [s. femm.]
φιλοφρονητικός [agg.] φινίρισμα [s. nt.]
φιλοφρονώ {φιλοφρονε... φινιρισμένος [agg.]
φιλοφροσύνη {χωρ. πληθ... φινιστρίνι {φινιστριν...
φιλόφρων {φιλόφρ-ον... Φινλανδέζα [s. femm.]
φιλοχρηματία {χωρ. πληθ... Φινλανδή [s. femm.]
φιλοχρήματος [agg.] Φινλανδία [s. femm.]
φιλόψογος [agg.] φινλανδικά [s. nt. pl.]
φιλοψυχία [s. femm.] φινλανδικός [agg.]
φίλτατος [agg.] Φινλανδός [s. masch.]
φιλτράρισμα [s. nt.] φίνος [agg.]
φιλτραρισμένος [agg.] φιντανάκι [s. nt.]
φιλτράρομαι [v.] φιντάνι [s. nt.]
φιλτράρω {φιλτράρισ... φιξ [agg.]
φίλτρο [s. nt.] φιξάρισμα [s. nt.]
φιλύποπτα [avv.] φιξάρω {φιξάρισ-α...
φιλύποπτος [agg.] φιόγκος [s. masch.]
φιλυποψία [s. femm.] φιόρδ {άκλ.}
φιλώ {φιλάς... ... φιόρε [s. nt.]
φιμπρινογόνο [s. nt.] φιοριτούρα [s. femm.]
φιμώνω {φίμω-σα, ... φίρμα [s. femm.]
φίμωση {-ης κ. -ώ... φίσα [s. femm.]
φίμωτρο {-ου κ. -ώ... φισεκλίκι {χωρ. γεν....

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: