Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
φιλοδικτατορικός [agg.] φιλονικών [s. masch.]
φιλοδοξία {φιλοδοξιώ... φιλονομία [s. femm.]
φιλόδοξος [agg.] φιλοξενία {φιλοξενιώ...
φιλοδοξώ {φιλοδοξεί... φιλόξενος [agg.]
φιλοδοξών [agg.] φιλοξενούμενος [agg.]
φιλοδώρημα {φιλοδωρήμ... φιλοξενώ {φιλοξενεί...
φιλοδωρήματα [s. nt. pl.] φιλοξενών [agg.]
φιλοδωρώ {φιλοδωρεί... φιλοπαίγμων {-όνος, -ο...
φιλόθρησκος [agg.] φιλοπατρία {χωρ. πληθ...
φίλοι [s. masch. pl.] φιλόπατρις {φιλοπάτρ-...
φιλοκαλία {χωρ. πληθ... φιλοπόλεμα [avv.]
φιλόκαλος [agg.] φιλοπόλεμος [agg.]
φιλοκατηγορητικός [agg.] φιλοπονία [s. femm.]
φιλοκατήγορος [agg.] φιλόπονος [agg.]
φιλοκέρδεια [s. femm.] φιλοπρόοδος [agg.]
φιλοκερδής [agg.] φίλος [agg.]
φιλοκίνδυνος [agg.] φίλος ο γεν. πλη...
Φιλοκτήμων [agg.] φιλοσοβιετικός [agg.]
φιλολογία {φιλολογιώ... φιλοσοφία {φιλοσοφιώ...
φιλολογικός [agg.] φιλοσοφικά [avv.]
φιλόλογος {φιλολόγ-ο... φιλοσοφικός [agg.]
φιλομαθής {φιλομαθ-ο... φιλοσοφισμός [s. masch.]
φιλονικία {φιλονικιώ... φιλόσοφος {φιλοσόφ-ο...
φιλόνικος [agg.] φιλοσοφώ {φιλοσοφεί...
φιλονικώ {φιλονικεί... φιλοσοφών [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: