Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
φίλντισι {χωρ. γεν.... φιλολογικός [agg.]
φιλοαμερικανικός [agg.] φιλόλογος {φιλολόγ-ο...
φιλοαμερικανισμός [s. masch.] φιλομαθής {φιλομαθ-ο...
φιλοβασιλικός [s. masch.] φιλονικία {φιλονικιώ...
φιλόδενδρο [s. nt.] φιλόνικος [agg.]
φιλόδικος [agg.] φιλονικώ {φιλονικεί...
φιλοδικτατορικός [agg.] φιλονικών [s. masch.]
φιλοδοξία {φιλοδοξιώ... φιλονομία [s. femm.]
φιλόδοξος [agg.] φιλοξενία {φιλοξενιώ...
φιλοδοξώ {φιλοδοξεί... φιλόξενος [agg.]
φιλοδοξών [agg.] φιλοξενούμενος [agg.]
φιλοδώρημα {φιλοδωρήμ... φιλοξενώ {φιλοξενεί...
φιλοδωρήματα [s. nt. pl.] φιλοξενών [agg.]
φιλοδωρώ {φιλοδωρεί... φιλοπαίγμων {-όνος, -ο...
φιλόθρησκος [agg.] φιλοπατρία {χωρ. πληθ...
φίλοι [s. masch. pl.] φιλόπατρις {φιλοπάτρ-...
φιλοκαλία {χωρ. πληθ... φιλοπόλεμα [avv.]
φιλόκαλος [agg.] φιλοπόλεμος [agg.]
φιλοκατηγορητικός [agg.] φιλοπονία [s. femm.]
φιλοκατήγορος [agg.] φιλόπονος [agg.]
φιλοκέρδεια [s. femm.] φιλοπρόοδος [agg.]
φιλοκερδής [agg.] φίλος [agg.]
φιλοκίνδυνος [agg.] φίλος ο γεν. πλη...
Φιλοκτήμων [agg.] φιλοσοβιετικός [agg.]
φιλολογία {φιλολογιώ... φιλοσοφία {φιλοσοφιώ...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: