Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
φέρσιμο {φερσίμ-ατ... φημισμένος [agg.]
φέρυ–μποτ [s. nt.] φθάνω {έφθασα κ....
φέρω {έφερα, φέ... φθαρμένος [agg.]
φέρων {φέρ-οντος... φθαρτικός [agg.]
φέσι {φεσ-ιού |... φθαρτός [agg.]
φεστιβάλ {άκλ.} φθαρτότητα [s. femm.]
φεστόνι {φεστον-ιο... φθειρίαση {-ης κ. -ά...
φέτα {φετών} φθειριώ [-άς, -ά]
φετινός [agg.] φθείρομαι πρτ. και α...
φετίχ {άκλ.} φθείρω {έφθειρα, ...
φετιχισμός [s. masch.] φθείρων [agg.]
φετιχιστής [s. masch.] φθινοπωρινός [agg.]
φέτος [avv.] φθινόπωρο {φθινοπώρ-...
φευγάλα {χωρ. γεν.... φθίνω {μόνο σε ε...
φευγαλέα [avv.] φθίνων [agg.]
φευγαλέος [agg.] φθίση {-ης κ. -ί...
φευγάτος [agg.] φθισιατρείο [s. nt.]
φευγιό {χωρ. πληθ... φθισικός [agg.]
φεύγω αόρ. έφυγα... φθισιολογία [s. femm.]
φεύγων [s. masch.] φθόγγος [s. masch.]
φηκάρι [s. nt.] φθονερός [agg.]
φήμες [sost femm. pl.] φθόνος {χωρ. πληθ...
φήμη {φημών} φθονώ {φθονείς.....
φημίζομαι {φημισμένο... φθορά [s. femm.]
φημιζόμενος [agg.] φθορίζων [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: