Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
φανερόγαμος [agg.] φαντασιόπληκτος [agg.]
φανερός [agg.] φαντασιοπληξία {φαντασιοπ...
φανερότητα [s. femm.] φαντασίωση [-εις]
φανέρωμα [s. nt.] φάντασμα {φαντάσμ-α...
φανερωμένος [agg.] φαντασμαγορία {φαντασμαγ...
φανερώνομαι [v. pass.] φαντασμαγορικά [avv.]
φανερώνω (φανέρ-ωσα... φαντασμαγορικός [agg.]
φανέρωση [-εις] φαντασμέμος [agg.]
φανερωτικός [agg.] φανταστικά [avv.]
φανοκόρος [s. masch.] φανταστικό [s. nt.]
φανοποιός [s. masch.] φανταστικό! [int.]
φανός [s. masch.] φανταστικός [agg.]
φανοστάτης {φανοστατώ... φανταχτερά [avv.]
φάνταγμα [s. nt.] φανταχτερός [agg.]
φανταγμός [s. masch.] φανταχτός [agg.]
φαντάζομαι {φαντάσ-τη... φαντεζί [agg.]
φανταιζί [agg.] φάντης {φάντηδες}
φανταξιά [s. femm.] φανφάρα {χωρ. γεν....
φανταρία [s. femm.] φανφαρονικός [agg.]
φαντάρος [s. masch.] φανφαρονισμός [s. masch.]
φαντασία {χωρ. πληθ... φανφαρόνος [s. masch.]
φαντασιοκόπημα {φαντασιοκ... φαξ {άκλ.}
φαντασιοκοπία {φαντασιοκ... φάουλ [s. nt.]
φαντασιοκόπος [agg.] Φάουστ [s. masch.]
φαντασιοκοπώ {φαντασιοκ... φάπα {χωρ. γεν....

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: