Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
φαλαινίδα [s. femm.] φάλτσος [s. masch.]
φαλαινοθήρας {φαλαινοθη... φαμελιά [s. femm.]
φαλαινοθηρία {χωρ. πληθ... φαμίλια [s. femm.]
φαλαινοθηρικό [s. nt.] φαμιλιά [s. femm.]
φαλάκρα {χωρ. γεν.... φάμπρικα {χωρ. γεν....
φαλακραίνω {εύχρ. σε ... φανάρι {φαναρ-ιού...
φαλακροκόρακας {φαλακροκο... φαναρτζής [s. masch.]
φαλακρός [agg.] φαναρτζίδικο [s. nt.]
φαλιμέντο [s. nt.] φανατίζομαι [v.]
φαλιρημένος [agg.] φανατίζω {φανάτισ-α...
φαλιρίζω {φαλίρισ-α... φανατικός [agg.]
φαλίρισμα [s. nt.] φανατισμένος [agg.]
φαλίρω μππ. φαλιρ... φανατισμός [s. masch.]
φαλλικός [agg.] φανέλα [s. femm.]
φαλλοκράτης {φαλλοκρατ... φανελίτσα [s. femm.]
φαλλοκρατία {χωρ. πληθ... φανερά [avv.]
φαλλοκρατικός [agg.] φανερόγαμος [agg.]
φαλλός [s. masch.] φανερός [agg.]
φαλμπαλάς [s. masch.] φανερότητα [s. femm.]
φάλτσα [avv.] φανέρωμα [s. nt.]
φαλτσάρω {φάλτσαρ-α... φανερωμένος [agg.]
φαλτσέτα {φαλτσετών... φανερώνομαι [v. pass.]
φάλτσο [s. nt.] φανερώνω (φανέρ-ωσα...
φαλτσογωνιά [s. femm.] φανέρωση [-εις]
φαλτσογώνιασμα [s. nt.] φανερωτικός [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: