Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
φαγωμός [s. masch.] φαινομενικά [avv.]
φαγώνομαι {φαγώ-θηκα... φαινομενικός [agg.]
φαγώνω [v.] φαινομενικότητα [s. femm.]
φαγώσιμα [s. nt. pl.] φαινομενισμός [s. masch.]
φαγώσιμος [agg.] φαινόμενο {φαινομέν-...
φάδι [s. nt.] φαινομενοκρατία {χωρ. πληθ...
Φαέθων [s. masch.] φαινομενολογία [s. femm.]
φαεινός [agg.] φαινομενολογικός [agg.]
φαεινότης [s. masch.] φαινόμενος [agg.]
φαΐ [s. nt.] φαινότυπος {φαινοτύπ-...
Φαίδρα [s. femm.] φαινυλικός [agg.]
φαιδρά [avv.] φαινύλιο [s. nt.]
φαιδρολόγος [agg.] φαίνω [v. trans.]
φαιδρολογώ [-είς, -εί... φαιός [agg.]
φαιδρός [agg.] φάκα {χωρ. γεν....
φαιδρότητα [s. femm.] φάκελος {φακέλ-ου ...
φαιδρύνομαι [v.] φακή [s. femm.]
φαιδρύνω {φαίδρυνα}... φακίδα [s. femm.]
φαϊμπεργκλάς [s. masch.] φακίδες [sost femm. pl.]
Φαινακετίνη [s. femm.] φακίρης {φακίρηδες...
φαινικός [agg.] φακιρικός [agg.]
φαινόλη {φαινολών} φακοειδής {φακοειδ-ο...
φαινολικός [agg.] φακοί [s. masch. pl.]
φαινολογία [s. femm.] φακός [s. masch.]
φαίνομαι αόρ. φάνηκ... φάλαγγα {φαλαγγών}

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: