Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
υποτιμώ [-άς, -ά] ... υπόφαιος [agg.]
υπότιτλοι [s. masch. pl.] υποφερτά [avv.]
υποτονία {υποτονιών... υποφερτός [agg.]
υποτονικός [agg.] υποφέρω {υπέφερα} ...
υποτονικότητα [s. femm.] υποφέρων [agg.]
υπότονος [agg.] υποφλοιώδης [agg.]
υποτροπή [s. femm.] υπόφυση {-ης κ. -ύ...
υποτροπιάζω {υποτροπία... υποφωσφορικός [agg.]
υποτροπιασμός [s. masch.] υποφωσφορούχος [agg.]
υποτροπικός [agg.] υποχείριο [s. nt.]
υπότροπος [agg.] υποχθόνιος [agg.]
υποτροφία {υποτροφιώ... υποχλωρίτης [s. masch.]
υποτροφικός [agg.] υποχλωρυδρία [s. femm.]
Υποτροφοδότηση [s. femm.] υποχονδρία {χωρ. πληθ...
υπότροφος [s. masch. e femm.] υποχονδριακός [agg.]
υποτροχιακός [agg.] υποχόνδριο [s. nt.]
υποτυπώδης {υποτυπώδ-... υπόχρεος [agg.]
υποτύπωση {-ης κ. -ώ... υποχρεωμένος [agg.]
ύπουλα [avv.] υποχρεώνομαι [v.]
ύπουλος [agg.] υποχρεώνω {υποχρέω-σ...
υπουλότητα [s. femm.] υποχρέωση {-ης κ. -ώ...
υπουργείο [s. nt.] υποχρεωτικά [avv.]
υπούργημα {υπουργήμ-... υποχρεωτικός [agg.]
υπουργικός [agg.] υποχρεωτικότητα [s. femm.]
υπουργός [s. masch. e femm.] υποχώρηση {-ης κ. -ή...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: