Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
υποβολέας {(θηλ. υπο... υπογράφω {υπέγραψα,...
υποβολή [s. femm.] υπογράφων [agg.]
υποβόσκω {εύχρ. μόν... υποδαυλίζω {υποδαύλισ...
υποβρύχιο {υποβρυχί-... υποδαύλιση {-ης κ. -ί...
υποβρύχιος [agg.] υποδεέστερα [avv.]
υποβρυχίως [avv.] υποδεέστερος [agg.]
υπογαστρικός [agg.] υπόδειγμα {υποδείγμ-...
υπογάστριο {υπογαστρί... υποδειγματικός [agg.]
υπογεγραμμένος [agg.] υποδεικνύω {υπέδειξα,...
υπόγειο [s. nt.] υπόδειξη {-ης κ. -ε...
υπόγειος [agg.] υποδείχνω [v. trans.]
υπογείως [avv.] υποδεκάμετρο {υποδεκαμέ...
υπογεννητικότητα {χωρ. πληθ... υποδένω {εύχρ. σε ...
υπογένος [s. masch.] υπόδερμα {υποδέρματ...
υπογλυκαιμία {χωρ. πληθ... υποδερμικά [avv.]
υπογλυκαιμικός [agg.] υποδερμικός [agg.]
υπογλώσσιο {υπογλωσσί... υποδερμίς [s. femm.]
υπογλώσσιος [agg.] υποδέχομαι {υποδέχ-τη...
υπογλωττίδα [s. femm.] υποδηλώνω {υποδήλω-σ...
υπογνάθιος [agg.] υποδήλωση {-ης κ. -ώ...
υπογραμματέας [s. masch. e femm.] υποδηλωτικός [agg.]
υπογραμματεία [s. femm.] υπόδημα {υποδήμ-ατ...
υπογραμμίζω {υπογράμμι... υποδήματα [s. femm.]
υπογράμμιση {-ης κ. -ί... υποδηματοποιείο [s. nt.]
υπογραφή [s. femm.] υποδηματοποιός [s. masch.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: