Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
υποβίβαση [s. femm.] υπογλυκαιμία {χωρ. πληθ...
υποβιβασμός [s. masch.] υπογλυκαιμικός [agg.]
υποβιταμίνωση {-ης κ. -ώ... υπογλώσσιο {υπογλωσσί...
υποβλάστη [s. femm.] υπογλώσσιος [agg.]
υποβλάστηση [s. femm.] υπογλωττίδα [s. femm.]
υποβλέπω {μόνο σε ε... υπογνάθιος [agg.]
υποβληθείς [agg.] υπογραμματέας [s. masch. e femm.]
υποβλητικός [agg.] υπογραμματεία [s. femm.]
υποβοήθηση [s. femm.] υπογραμμίζω {υπογράμμι...
υποβοηθητικός [agg.] υπογράμμιση {-ης κ. -ί...
υποβοηθώ {υποβοηθεί... υπογραφή [s. femm.]
υποβολέας {(θηλ. υπο... υπογράφω {υπέγραψα,...
υποβολή [s. femm.] υπογράφων [agg.]
υποβόσκω {εύχρ. μόν... υποδαυλίζω {υποδαύλισ...
υποβρύχιο {υποβρυχί-... υποδαύλιση {-ης κ. -ί...
υποβρύχιος [agg.] υποδεέστερα [avv.]
υποβρυχίως [avv.] υποδεέστερος [agg.]
υπογαστρικός [agg.] υπόδειγμα {υποδείγμ-...
υπογάστριο {υπογαστρί... υποδειγματικός [agg.]
υπογεγραμμένος [agg.] υποδεικνύω {υπέδειξα,...
υπόγειο [s. nt.] υπόδειξη {-ης κ. -ε...
υπόγειος [agg.] υποδείχνω [v. trans.]
υπογείως [avv.] υποδεκάμετρο {υποδεκαμέ...
υπογεννητικότητα {χωρ. πληθ... υποδένω {εύχρ. σε ...
υπογένος [s. masch.] υπόδερμα {υποδέρματ...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: