Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
υπάλληλοι [s. masch. pl.] υπέγγυος [agg.]
υπάλληλος {υπαλλήλ-ο... υπεγγυότητα [s. femm.]
υπανάπτυκτος [agg.] υπέδαφος {υπεδάφους...
υπανάπτυξη {-ης κ. -ύ... υπεζωκώς {υπεζωκότ-...
υπαναχώρηση [s. femm.] υπεισέρχομαι {υπεισήλθα...
υπαναχωρώ {υπαναχωρε... υπεκμισθώνω {υπεκμίσθω...
υπανδρεία {υπανδρειώ... υπεκμίσθωση [s. femm.]
υπανδρεύω {υπάνδρευ-... υπεκμισθωτής {υπεκμισθω...
υπάνθρωπος {υπανθρώπ-... υπεκφεύγω {υπεξέφυγα...
υπαξιωματικός [s. masch.] υπεκφυγή [s. femm.]
υπαρκτά [avv.] υπεναντίος [agg.]
υπαρκτός [agg.] υπενάντιος [s. masch.]
ύπαρξη {-ης κ. -ά... υπενδύτης [s. masch.]
υπαρξιακός [agg.] υπενθυμίζω {υπενθύμισ...
υπαρξισμός {χωρ. πληθ... υπενθυμιστικό [s. nt.]
υπαρξιστής [s. masch.] υπενοικιάζω {υπενοικία...
υπάρχει [avv.] υπενοικιάζων [s. masch.]
υπαρχηγός [s. masch. e femm.] υπενοικίαση [s. femm.]
υπάρχοντα {υπαρχόντω... υπενοικιαστής {υπενοικια...
υπάρχουν [v. imp.] υπεξαίρεση {-ης κ. -έ...
υπάρχω {υπήρξα} Ρ... υπεξαιρώ [-είς, -εί...
υπάρχων [agg.] υπεξούσιος [agg.]
υπασπιστής {κλητ. υπα... υπεξουσιότητα [s. femm.]
υπαστυνόμος [s. masch.] υπέρ [prep.]
ύπατος {υπάτ-ου |... υπερ– [pref.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: