Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
υδρωπικός [agg.] υλοζωιστής [s. masch.]
ύδρωψ [s. masch.] υλοζωιστικός [agg.]
ύδωρ {ύδ-ατος |... υλοποίηση {-ης κ. -ή...
Υεμένη [s. femm.] υλοποιήσιμος [agg.]
υετογράφημα [s. nt.] υλοποιούμαι [v.]
υιικός [agg.] υλοποιώ {υλοποιείς...
υιοθεσία {υιοθεσιών... υλοτόμος [s. masch.]
υιοθετημένος [agg.] υμάς [pron.]
υιοθέτηση [s. femm.] υμείς [pron.]
υιοθετούμενος [agg.] υμέναιος {υμεναί-ου...
υιοθετώ {υιοθετείς... υμένας [s. masch.]
υιός [s. masch.] υμένιο [s. nt.]
υλακή [s. femm.] υμενόπτερο {υμενοπτέρ...
υλακτώ {υλακτείς.... υμενώδης {υμενώδ-ου...
ύλη {υλών} υμέτερος {υμετέρ-ου...
υλικά [s. nt. pl.] ύμνηση [s. femm.]
υλικό [s. nt.] υμνητής {υμνητριών...
υλικός [agg.] υμνητικά [avv.]
υλικότητα [s. femm.] υμνητικός [agg.]
υλισμός {χωρ. πληθ... υμνογραφία [s. femm.]
υλιστής [s. masch.] υμνογράφος [s. masch. e femm.]
υλιστικά [avv.] υμνολογία {υμνολογιώ...
υλιστικός [agg.] υμνολόγιο {υμνολογί-...
υλίστρια {υλιστριών... υμνολόγος [s. masch. e femm.]
υλοζωισμός {χωρ. πληθ... υμνολογώ {υμνολογεί...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: