Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
υλοποιήσιμος [agg.] υμνωδός [s. masch. e femm.]
υλοποιούμαι [v.] υμνών [s. masch.]
υλοποιώ {υλοποιείς... υνί {υν-ιού | ...
υλοτόμος [s. masch.] ύνις [s. femm.]
υμάς [pron.] υοειδής [agg.]
υμείς [pron.] υπάγομαι πρτ. υπήγα...
υμέναιος {υμεναί-ου... υπαγόρευση {-ης κ. -ε...
υμένας [s. masch.] υπαγορεύω {υπαγόρευ-...
υμένιο [s. nt.] υπάγω πρτ. υπήγα...
υμενόπτερο {υμενοπτέρ... υπαγωγή [s. femm.]
υμενώδης {υμενώδ-ου... υπαίθριος [agg.]
υμέτερος {υμετέρ-ου... ύπαιθρος [s. femm.]
ύμνηση [s. femm.] υπαινιγμοί [s. masch. pl.]
υμνητής {υμνητριών... υπαινιγμός [s. masch.]
υμνητικά [avv.] υπαινικτικός [agg.]
υμνητικός [agg.] υπαινίσσομαι {υπαινίχθη...
υμνογραφία [s. femm.] υπαίτιος [agg.]
υμνογράφος [s. masch. e femm.] υπαιτιότητα {χωρ. πληθ...
υμνολογία {υμνολογιώ... υπακοή {χωρ. πληθ...
υμνολόγιο {υμνολογί-... υπάκουα [avv.]
υμνολόγος [s. masch. e femm.] υπάκουος [agg.]
υμνολογώ {υμνολογεί... υπακούω {υπάκουσα}...
ύμνος [s. masch.] υπαλληλάκος {πληθ. τα ...
υμνώ (ύμν-ησα, ... υπαλληλικός [agg.]
υμνωδία [s. femm.] υπαλληλίσκος [s. masch.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: