Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
υδροφοβία {υδροφοβιώ... ύλη {υλών}
υδρόφοβος [agg.] υλικά [s. nt. pl.]
υδροφόρος [agg.] υλικό [s. nt.]
υδροφράκτης {υδροφρα-κ... υλικός [agg.]
υδρόφυτο {υδροφύτ-ο... υλικότητα [s. femm.]
υδρόφωνο [s. nt.] υλισμός {χωρ. πληθ...
υδροχλωρικός [agg.] υλιστής [s. masch.]
υδροχόη {υδροχοών} υλιστικά [avv.]
Υδροχόος [s. masch.] υλιστικός [agg.]
υδρόχρωμα {υδροχρώμ-... υλίστρια {υλιστριών...
υδρωπικία {χωρ. πληθ... υλοζωισμός {χωρ. πληθ...
υδρωπικός [agg.] υλοζωιστής [s. masch.]
ύδρωψ [s. masch.] υλοζωιστικός [agg.]
ύδωρ {ύδ-ατος |... υλοποίηση {-ης κ. -ή...
Υεμένη [s. femm.] υλοποιήσιμος [agg.]
υετογράφημα [s. nt.] υλοποιούμαι [v.]
υιικός [agg.] υλοποιώ {υλοποιείς...
υιοθεσία {υιοθεσιών... υλοτόμος [s. masch.]
υιοθετημένος [agg.] υμάς [pron.]
υιοθέτηση [s. femm.] υμείς [pron.]
υιοθετούμενος [agg.] υμέναιος {υμεναί-ου...
υιοθετώ {υιοθετείς... υμένας [s. masch.]
υιός [s. masch.] υμένιο [s. nt.]
υλακή [s. femm.] υμενόπτερο {υμενοπτέρ...
υλακτώ {υλακτείς.... υμενώδης {υμενώδ-ου...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: