Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
υαλοβάμβακας {υαλοβαμβά... υβριδίζω [v.]
υαλοβερνίκωμα {υαλοβερνι... υβριδικός [agg.]
υαλογραφία {υαλογραφι... υβρίδιο {υβριδί-ου...
υαλοειδής {υαλοειδ-ο... υβριδισμός {χωρ. πληθ...
υαλοκαθαριστήρας [s. masch.] υβριδοποίηση {-ης κ. -ή...
υαλοκατασκευαστής [s. masch.] υβρίζω {ύβρισ-α, ...
υαλοκατασκευή [s. femm.] υβρίζων [s. masch.]
υαλοπίνακας {υαλοπινάκ... ύβρις {ύβρ-εως, ...
υαλοποιημένος [agg.] υβρίς [s. femm.]
υαλοποίηση [s. femm.] υβριστής {υβριστριώ...
υαλοποιητικός [agg.] υβριστικά [avv.]
υαλοποιούμαι [v.] υβριστικός [agg.]
υαλοποιώ {υαλοποιεί... υγεία [s. femm.]
υαλοπώλης {υαλοπωλών... υγειονομικός [agg.]
ύαλος {υάλ-ου | ... υγιαίνω {μόνο σε ε...
υαλοτεχνία {χωρ. πληθ... υγιεινά [avv.]
υαλοτεχνική [s. femm.] υγιεινή {χωρ. πληθ...
υαλουργείο [s. nt.] υγιεινολόγος [s. masch. e femm.]
υαλουργία {χωρ. πληθ... υγιεινός [agg.]
υαλουργικός [agg.] υγιεινότητα [s. femm.]
υαλουργός [s. masch. e femm.] υγιής {υγι-ούς |...
υαλώδης {υαλώδ-ους... υγραέριο {υγραερί-ο...
υάλωση [s. femm.] υγραίνομαι [v. pass.]
ύβος [s. masch.] υγραίνω {ύγραν-α, ...
υβρεολόγιο {υβρεολογί... ύγρανση [s. femm.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: