Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
Τυρταίος [s. masch.] τύχη {τυχών}
τύρφη {χωρ. πληθ... τυχοδιώκτης {τυχοδιωκτ...
τυφεκιοφόρος [s. masch.] τυχοδιωκτικός [agg.]
τυφικός [agg.] τυχοδιωκτισμός [s. masch.]
τύφλα {συνήθ. χω... τυχοδιώκτρια {τυχοδιωκτ...
τυφλά [avv.] τυχόν [avv.]
τυφλοπόντικας {χωρ. γεν.... τύψη {-ης κ. -ε...
τυφλός [agg.] τωόντι [avv.]
τυφλότητα [s. femm.] τώρα [avv.]
τυφλωμένος [agg.] τωρινός [agg.]
τυφλώνομαι [v. pass.] ύαινα {υαινών}
τυφλώνω (τύφλ-ωσα,... ύαινα–σκύλος [s. masch.]
τύφλωση {-ης κ. -ώ... υαλοβάμβακας {υαλοβαμβά...
τυφοειδής {τυφοειδ-ο... υαλοβερνίκωμα {υαλοβερνι...
τύφος {χωρ. πληθ... υαλογραφία {υαλογραφι...
τυφώνας [s. masch.] υαλοειδής {υαλοειδ-ο...
τυχαία [avv.] υαλοκαθαριστήρας [s. masch.]
τυχαίνει [v.] υαλοκατασκευαστής [s. masch.]
τυχαίνω αόρ. έτυχα... υαλοκατασκευή [s. femm.]
τυχαίος [agg.] υαλοπίνακας {υαλοπινάκ...
τυχερά [avv.] υαλοποιημένος [agg.]
τυχεράκια! [int.] υαλοποίηση [s. femm.]
τυχερή! [int.] υαλοποιητικός [agg.]
τυχερό [s. nt.] υαλοποιούμαι [v.]
τυχερός [agg.] υαλοποιώ {υαλοποιεί...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: