Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
τυμπανιαίος [agg.] τυπολογικός [agg.]
τυμπανίζω {τυμπάνισ-... τυπομετρία [s. femm.]
τυμπανίζων [agg.] τυποποιημένος [agg.]
τυμπανικός [agg.] τυποποίηση {-ης κ. -ή...
τυμπανισμός [s. masch.] τυποποιώ {τυποποιεί...
τυμπανιστής {τυμπανιστ... τύπος [s. masch.]
τύμπανο {τυμπάν-ου... τύπτω (μόνο στο ...
τυμπανοκρουσία {τυμπανοκρ... τύπωμα {τυπώμ-ατο...
Τυνησία [s. femm.] τυπωμένος [agg.]
Τύνιδα [s. femm.] τυπώνομαι [v.]
τυπικά [avv.] τυπώνω {τύπω-σα, ...
τυπικό [s. nt.] τύπωση [s. femm.]
τυπικός [agg.] τυπωτής [s. masch.]
τυπικότητα {τυπικοτήτ... τυραννία [s. femm.]
τυπικότητες [sost femm. pl.] τυραννίδα {χωρ. πληθ...
τυπογραφείο [s. nt.] τυραννιέμαι παθ. αόρ. ...
τυπογραφία {χωρ. πληθ... τυραννικά [avv.]
τυπογραφικά [s. nt. pl.] τυραννικός [agg.]
τυπογραφικός [agg.] τυράννισμα {τυραννίσμ...
τυπογράφος [s. masch. e femm.] τυραννισμένος [agg.]
τυποκρατία {χωρ. πληθ... τυραννοκτονία [s. femm.]
τυπολάτρης {τυπολατρώ... τυραννοκτονικός [agg.]
τυπολατρία [s. femm.] τυραννοκτόνος [s. masch. e femm.]
τυπολατρικός [agg.] τύραννος {τυράνν-ου...
τυπολογία {τυπολογιώ... τυραννόσαυρος {τυραννοσα...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: