Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
τροφοδότης {τροφοδοτώ... τροχοδρόμηση [s. femm.]
τροφοδότηση {-ης κ. -ή... τροχοδρομώ {τροχοδρομ...
τροφοδοτώ {τροφοδοτε... τροχόζωα [s. nt. pl.]
τροφονεύρωση [s. femm.] τροχονόμος [s. masch. e femm.]
τροφονευρωτικός [agg.] τροχοπέδη {τροχοπεδώ...
τροφός [s. femm.] τροχοπέδηση [s. femm.]
τροχάδην [avv.] τροχοπέδιλα [s. nt. pl.]
τροχάζω {εύχρ. μόν... τροχοπέδιλο {τροχοπεδί...
τροχαία [s. femm.] τροχοπεδιλοδρομία [s. femm.]
τροχαϊκός [agg.] τροχοπεδιλοδρομώ {τροχοπεδι...
τροχαίος [agg.] τροχοπεδώ {τροχοπεδε...
τροχαλία {τροχαλιών... τροχός [s. masch.]
τρόχαλο [s. nt.] τροχόσπιτο [s. nt.]
τροχασμός {χωρ. πληθ... τροχοφόρο [s. nt.]
τροχιά [s. femm.] τρύγημα [s. nt.]
τροχιακός [agg.] τρύγηση {-ης κ. -ή...
τροχίζω {τρόχισ-α,... τρυγητής {κ. τρυγητ...
τροχιλία [s. femm.] τρυγητός [s. masch.]
τροχιλιακός [agg.] τρυγία {χωρ. πληθ...
τρόχιλος [s. masch.] τρυγιά [s. femm.]
τροχιοδεικτικός [agg.] τρύγος [s. masch.]
τροχίσκος [s. masch.] τρυγώ {τρυγάς......
τρόχισμα [s. nt.] τρύζω {έτρυξα}
τροχισμένος [agg.] τρύπα {τρυπών}
τροχιστής [s. masch.] τρυπάνι {τρυπαν-ιο...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: