Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
τόκος [s. masch.] τονικός [agg.]
τόλμη {χωρ. πληθ... τονικότητα {τονικοτήτ...
τόλμημα [s. nt.] τονισμένα [avv.]
τολμηρά [avv.] τονισμένος [agg.]
τολμηρός [agg.] τονισμός [s. masch.]
τολμηρότητα [s. femm.] τόννος [s. masch.]
τολμητίας {τολμητιών... τονομετρία {τονομετρι...
τολμώ {τολμάς...... τόνος [s. masch.]
τολουόλιο [s. nt.] τονωμένος [agg.]
τομάρι {τομαρ-ιού... τονώνομαι [v.]
τομάτα [s. femm.] τονώνω {τόνω-σα, ...
τοματοπολτός [s. masch.] τόνωση {-ης κ. -ώ...
τοματοχυμός [s. masch.] τονωτικό [s. nt.]
τομεακός [agg.] τονωτικός [agg.]
τομεάρχης {κλητ. τομ... τοξαιμία [s. femm.]
τομέας {-α κ. -έω... τοξευτής {τοξευτριώ...
τομή [s. femm.] τοξεύω {τόξευ-σα,...
τομογραφία {τομογραφκ... τοξικολογία {χωρ. πληθ...
τόμος [s. masch.] τοξικολογικός [agg.]
τόμου [cong.] τοξικολόγος [s. masch. e femm.]
τόμπολα {χωρ. πληθ... τοξικομανής [-είς]
τον [art.] τοξικομανία [s. femm.]
τον [pron.] τοξικός [agg.]
τονίζω {τόνισ-α, ... τοξικότητα {χωρ. πληθ...
τονική [s. femm.] τοξικοφοβία {χωρ. πληθ...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: