Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
τιμάρι [s. nt.] τιμονιέρης {τιμονιέρη...
τιμαρίθμος [s. masch.] τιμώ {τιμάς... ...
τιμάριο {τιμαρί-ου... τιμώμαι [v.]
τιμαριούχος [s. masch. e femm.] Τίμων [s. masch.]
τιμαριωτικός [agg.] τιμωρητικός [agg.]
τιμή [s. femm.] τιμωρία [s. femm.]
τίμημα {τιμήμ-ατο... τιμωρός [s. masch. e femm.]
τιμημένος [agg.] τιμωρούμαι [v.]
τιμητής {τιμητριών... τιμωρώ [-είς, -εί...
τιμητικά [avv.] τίναγμα [s. nt.]
τιμητικός [agg.] τιναγμός [s. masch.]
τίμια [avv.] τινάζομαι [v. pass.]
τίμιος [agg.] τινάζω {τίνα-ξα, ...
τιμιότητα {χωρ. πληθ... τινέα [s. femm.]
Τιμόθεος {-ου κ. -έ... τίνος [pron.]
τιμοκατάλογος {τιμοκαταλ... τίποτα [pron.]
τιμοκρατία {χωρ. πληθ... τίποτε [pron.]
τιμολογημένος [agg.] τιποτένιος [agg.]
τιμολογιακός [agg.] τιράντα {δύσχρ. τι...
τιμολόγιο {τιμολογί-... τιράντες [sost femm. pl.]
τιμολογούμενος [agg.] τιρκουάζ {άκλ.}
τιμολογώ {τιμολογεί... τιρμπουσόν {άκλ.}
τιμόνι {τιμον-ιού... τις [art.]
τιμονιά [s. femm.] τις {τίνος, τί...
τιμονιέρα [s. femm.] Τισιανός [s. masch.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: