Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
τη [pron.] τηλεδιάσκεψη {-ης κ. -έ...
τήβεννος {τηβένν-ου... τηλεθεατής {τηλεθεατρ...
τηγανάκι [s. nt.] τηλεθέρμανση [s. femm.]
τηγανητός [agg.] τηλεϊατρική {χωρ. πληθ...
τηγάνι {τηγαν-ιού... τηλεκάρτα {τηλεκαρτώ...
τηγανιά [s. femm.] τηλεκατευθυνόμενο [s. nt.]
τηγανίζω {τηγάνισ-α... τηλεκατευθυνόμενος [agg.]
τηγανίτα {τηγανιτών... τηλεκατεύθυνση [s. femm.]
τηγανιτός [agg.] τηλεκατευθύνω [v.]
τηγμένος [agg.] τηλεματική [s. femm.]
τήκομαι (συνήθ. στ... Τηλέμαχος {-ου κ. -ά...
τηκτικός [agg.] τηλεμετρία {χωρ. πληθ...
τήκω {έτηξα, τε... τηλεμετρικός [agg.]
τηλαισθησία {τηλαισθησ... τηλέμετρο {τηλεμέτρ-...
τηλεανίχνευση [s. femm.] τηλεμηχανική {χωρ. πληθ...
τηλεβόας {τηλεβόων} Τηλεμηχανικός [agg.]
τηλεβόλο [s. nt.] τηλεοπτικός [agg.]
τηλεγραφείο [s. nt.] τηλεόραση {-ης κ. -ά...
τηλεγράφημα {τηλεγραφή... τηλεπάθεια {χωρ. πληθ...
τηλεγραφητής [s. masch.] τηλεπαθητικός [agg.]
τηλεγραφία {τηλεγραφι... τηλεπαιχνίδι {τηλεπαιχν...
τηλεγραφικά [avv.] τηλεπαρουσιαστής {τηλεπαρου...
τηλεγραφικός [agg.] τηλεπεξεργασία [s. femm.]
τηλέγραφος {τηλεγράφ-... τηλεπικοινωνία {τηλεπικοι...
τηλεγραφώ [-είς, -εί... τηλεπικοινωνίες [sost femm. pl.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: