Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
τετράποδος [agg.] τεφροδόχος [s. femm.]
τετράρχης [s. masch.] τεφρός [agg.]
τετραρχία [s. femm.] τεφροφυλάκιο [s. nt.]
τετρασθενής {τετρασθεν... τεφτέρι {τεφτερ-ιο...
τετράστιχο [s. nt.] τεχνάζομαι {τεχνάσ-θη...
τετράστυλο [s. nt.] τέχνασμα {τεχνάσμ-α...
τετρασύλλαβος [agg.] τέχνη {τεχνών}
τετρασχιδής [agg.] τεχνηέντως [avv.]
τετρατομικός [agg.] τεχνήτιο {τεχνητίου...
τετράτροχος [agg.] τεχνητός [agg.]
τετρα–υδροναφθαλίνη [s. femm.] τεχνικά [avv.]
τετραφθορίδιο [s. nt.] τεχνική [s. femm.]
τετραχλωρίδιο [s. nt.] τεχνικολόρ [s. nt.]
τετραχλωρομεθάνιο [s. nt.] τεχνικοποιώ [v.]
Τετραχορδία [s. nt. pl.] τεχνικός [agg.]
τετραχρωμία {τετραχρωμ... τεχνικότητα {-ας κ. -ό...
τετράχρωμος [agg.] τεχνίτης {τεχνιτών}
τετράψηλος [agg.] τεχνίτρια {τεχνιτριώ...
τετριμμένος [agg.] τεχνογραφικός [agg.]
τετροξείδιο [s. nt.] τεχνοδομή [s. femm.]
τεύτλο [s. nt.] τεχνοκράτης {τεχνοκρατ...
τευτονικός [agg.] τεχνοκρατία {χωρ. πληθ...
τεύχος {τεύχ-ους ... τεχνοκρατικός [agg.]
τέφρα {τεφρών} τεχνοκρίτης {τεχνοκριτ...
τεφροδόχη {τεφροδοχώ... τεχνολογία {τεχνολογι...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: