Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
τελειότατος [agg.] τελετάρχης {τελεταρχώ...
τελειότητα {χωρ. πληθ... τελετή [s. femm.]
τελειόφοιτος [agg.] τελετουργία {τελετουργ...
τέλειωμα {τελειώμ-α... τελετουργικά [avv.]
τελείωμα [s. nt.] τελετουργικό [s. nt.]
τελειωμένος [agg.] τελετουργικός [agg.]
τελειωμός [s. masch.] τελετουργώ {τελετουργ...
τελειώνω {τέλειωσα ... τελευταία [avv.]
τελείως [avv.] τελευταίος [agg.]
τελείωση {-ης κ. -ώ... τελευτή [s. femm.]
τελειωτικά [avv.] τελευτώ {τελευτάς....
τελειωτικός [agg.] τελεύω (τέλεψα)
τέλεξ {άκλ.} τέλεφαξ {άκλ.}
τελεολογία {τελεολογι... τελεφερίκ {άκλ.}
τελεολογικός [agg.] τέλη [s. nt. pl.]
τελεόστεοι [s. masch. pl.] τελικά [avv.]
τέλεση {-ης κ. -έ... τελικός [agg.]
τελεσίγραφο {τελεσιγρά... τελίτσες [sost femm. pl.]
τελεσίδικα [avv.] τελλουρικός [agg.]
τελεσιδικία {τελεσιδικ... τελλούριο [s. nt.]
τελεσίδικος [agg.] τέλμα {τέλμ-ατος...
τελεσμένος [agg.] τελματώδης {τελματώδ-...
τελεστής {τελεστριώ... τελματωμένος [agg.]
τελεσφόρος [agg.] τελματώνομαι [v. pass.]
τελεσφορώ {τελεσφορε... τελματώνω {τελμάτω-σ...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: