Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
ταυτοσημία [s. femm.] ταχυδρομείο [s. nt.]
ταυτόσημος [agg.] ταχυδρόμηση {-ης κ. -ή...
ταυτοσύλλαβος [agg.] ταχυδρομικά [avv.]
ταυτότητα {ταυτοτήτω... ταχυδρομικός [agg.]
ταυτοφωνία {ταυτοφωνι... ταχυδρομικώς [avv.]
ταυτόχρονα [avv.] ταχυδρόμος [s. masch. e femm.]
ταυτόχρονος [agg.] ταχυδρομώ {ταχυδρομε...
ταυτοχρόνως [avv.] ταχυκαρδία {ταχυκαρδι...
ταφή [s. femm.] ταχυκαρδικός [agg.]
ταφικός [agg.] ταχυκίνητος [agg.]
ταφόπετρα {χωρ. γεν.... ταχυμετρία {ταχυμετρι...
ταφόπλακα {χωρ. γεν.... ταχυμετρικός [agg.]
τάφος [s. masch.] ταχύμετρο {ταχυμέτρ-...
τάφρος [s. femm.] ταχύνοια [s. femm.]
ταφτάς {ταφτάδες} ταχύνους {ταχύν-οος...
ταχεία {ταχειών} τάχυνση [s. femm.]
ταχέως [avv.] ταχύνω {τάχυνα} (...
ταχίνι {ταχινιού ... ταχυπαλμία {ταχυπαλμι...
ταχινός [agg.] ταχύπνοια {χωρ. πληθ...
τάχος {τάχους | ... ταχυπόρος [agg.]
ταχυγραφία {ταχυγραφι... ταχύς {ταχ-έος |...
ταχυγραφικός [agg.] ταχύτατα [avv.]
ταχυδακτυλουργία {ταχυδακτυ... ταχύτητα {ταχυτήτων...
ταχυδακτυλουργικός [agg.] ταχυφαγία [s. femm.]
ταχυδακτυλουργός [s. masch. e femm.] ταψί {ταψ-ιού |...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: