Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
τέζα [avv.] τεκμηριώνω {τεκμηρίω-...
τεζάκι {τεζακ-ιού... τεκμηρίωση {-ης κ. -ώ...
τεζάρισμα [s. nt.] τέκνο {άκλ.}
τεζαρισμένος [agg.] τεκνοποίηση {-ης κ. -ή...
τεζαριστός [agg.] τεκνοποιώ {τεκνοποιε...
τεζάρω {τεζάρισ-α... τέκτονας {τεκτόνων}
τεζάχι {τεζακ-ιού... τεκτονικός [agg.]
τεθλιμμένος [agg.] τεκτονισμός [s. masch.]
τεθωρακισμένο [s. nt.] τελάλης [s. masch.]
τεθωρακισμένος [agg.] τελαλίζω [-είς, -εί...
τείνω πρτ. και α... τελάρο [s. nt.]
τείνων [agg.] τελεγκέφαλος [s. masch.]
τέϊον {τεΐου | χ... τελεία {τελειών}
Τειρεσίας [s. femm.] τέλεια [avv.]
τειχίζω {τείχισ-α,... τελείες [sost femm. pl.]
τείχιση {-ης κ. -ί... τελειοθηρία {χωρ. πληθ...
τειχισμένος [agg.] τελειοθηρικός [agg.]
τειχοδομία {τειχοδομι... τελειομανία {χωρ. πληθ...
τείχος {τείχ-ους ... τελειοποίηση {-ης κ. -ή...
τεκές {τεκέδες} τελειοποιήσιμος [agg.]
τεκίλα {χωρ. πληθ... τελειοποιητής [s. masch.]
τεκμαίρομαι {μόνο σε ε... τελειοποιητικός [agg.]
τεκμαρτός [agg.] τελειοποιούμαι [v.]
τεκμήριο {τεκμηρί-ο... τελειοποιώ {τελειοποι...
τεκμηριωμένος [agg.] τέλειος [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: