Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
ταξινομώ {ταξινομεί... ταπετσιέρης [s. masch.]
ταξιτζής {ταξιτζήδε... τάπητας [s. masch.]
ταξιφυλλία [s. femm.] ταπητουργία {ταπητουργ...
ταοϊσμός [s. masch.] ταπιόκα {χωρ. πληθ...
ταοϊστής [s. masch.] τάπιρος {ταπίρ-ου ...
ταοϊστικός [agg.] ταπισερί {άκλ.}
τάπα {σπάν. ταπ... τάπωμα [s. nt.]
ταπεινά [avv.] ταπώνω {τάπω-σα, ...
ταπεινός [agg.] τάραγμα [s. nt.]
ταπεινοσύνη [s. femm.] ταραγμένος [agg.]
ταπεινότατος [agg.] ταράζομαι [v.]
ταπεινότητα {χωρ. πληθ... ταράζω {τάρα-ξα, ...
ταπεινοφροσύνη {χωρ. πληθ... ταρακουνάω (ταρακούνη...
ταπεινόφρων {ταπεινόφρ... ταρακούνημα [s. nt.]
ταπείνωμα {ταπεινώμ-... ταρακουνώ {ταρακουνά...
ταπεινωμένος [agg.] ταραμάς {ταραμάδες...
ταπεινώνομαι [v.] ταραμοσαλάτα {δύσχρ. τα...
ταπεινώνω {ταπείνω-σ... τάρανδος {ταράνδ-ου...
ταπείνωση {-ης κ. -ώ... ταραξίας {ταραξιών}
ταπεινωτικά [avv.] ταράσσω [v. trans.]
ταπεινωτικός [agg.] ταράτσα {ταρατσών}
ταπέτο [s. nt.] ταραχές [sost femm. pl.]
ταπετσαρία {ταπετσαρι... ταραχή [s. femm.]
ταπετσάρισμα [s. nt.] ταραχοποιός [s. masch. e femm.]
ταπετσάρω {ταπετσάρι... ταραχώδης {ταραχώδ-ο...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: