Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
τάισμα [s. nt.] ταλαιπωρώ {ταλαιπωρε...
ταϊφάς {ταϊφάδες} ταλανίζω {ταλάνισ-α...
τακερός [agg.] ταλανισμός [s. masch.]
Τάκιτος [s. masch.] ταλαντεύομαι [v. pass.]
τάκλιν {άκλ.} ταλαντευόμενος [agg.]
τάκος [s. masch.] ταλάντευση [-εις]
τακούνι {τακουν-ιο... ταλαντεύω {ταλάντευ-...
τακτ {άκλ.} τάλαντο {ταλάντ-ου...
τακτικά [avv.] ταλαντούμενος [agg.]
τακτική [s. femm.] ταλαντούχος [agg.]
τακτικός [agg.] ταλαντώνομαι [v. intr.]
τακτικότητα [s. femm.] ταλάντωση {-ης κ. -ώ...
τακτισμός [s. masch.] ταλαντωτής [s. masch.]
τακτοποιημένα [avv.] ταλαντωτικός [agg.]
τακτοποιημένος [agg.] τάλαρα [s. femm.]
τακτοποίηση [s. femm.] τάλας {τάλ-ανος ...
τακτοποιήσιμος [agg.] ταλέντο [s. nt.]
τακτοποιούμαι [v.] τάλιρα [s. femm.]
τακτοποιώ {τακτοποιε... ταλκ {άκλ.}
τακτός [agg.] τάλκης [s. masch.]
ταλαίπωρε! [int.] ταλμούδ {άκλ.}
ταλαιπωρημένος [agg.] τάμα {τάμ-ατος ...
ταλαιπωρία {ταλαιπωρι... ταμειακός [agg.]
ταλαίπωρος [agg.] ταμείο [s. nt.]
ταλαιπωρούμαι [v.] Ταμερλάνος [s. masch.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: