Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
σωληνίσκος [s. masch.] σωρεία {χωρ. πληθ...
σωληνοειδές [s. nt.] σωρείτες [sost femm. pl.]
σωληνοειδής {σωληνοειδ... σωρείτης [s. masch.]
σωληνουργείο [s. nt.] σώρευση [s. femm.]
σωληνώσεις [sost femm. pl.] σωρευτικός [agg.]
σωλήνωση {-ης κ. -ώ... σωρεύω {σώρευ-σα,...
σωληνωτός [agg.] σωρηδόν [avv.]
σώμα {σώμ-ατος ... σωριάζομαι [v.]
σωματειακός [agg.] σωριάζω {σώριασ-α,...
σωματείο [s. nt.] σώριασμα [s. nt.]
σωματέμπορος {σωματεμπό... σωροί [s. masch. pl.]
σωματιδιακός [agg.] σωρός [s. masch.]
σωματίδιο {σωματιδί-... σωσίας {σωσιών}
σωματικά [avv.] σωσίβιο [s. nt.]
σωματικός [agg.] σωσίβιο–ζώνη [s. femm.]
σωμάτιο {σωματί-ου... σωσίβιο–κουλούρα [s. femm.]
σωματολογία {χωρ. πληθ... σωσίβιο–τζάκετ [s. nt.]
σωματολογικός [agg.] σώσιμο {σωσίματος...
σωματομετρία {χωρ. πληθ... σωσμένος [agg.]
σωματοτρόπος [agg.] σωστά [avv.]
σωματοφύλακας {(θηλ. σωμ... σωστά! [int.]
σωματώδης {σωματώδ-ο... σωστός [agg.]
σώνω αόρ. έσωσα... σώσω (έσωσα, σώ...
σώος [agg.] σωτήρας {σωτειρών}...
σωπαίνω {σώπασα (π... σωτηρία {χωρ. πληθ...

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: