Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
σχεδία {σχεδίων} σχετικός [agg.]
σχεδιάγραμμα {σχεδιαγρά... σχετικότητα {χωρ. πληθ...
σχεδιαγράφημα [s. nt.] σχήμα {σχήμ-ατος...
σχεδιαγράφηση [s. femm.] σχηματίζομαι [v. pass.]
σχεδιαγραφώ [-είς, -εί... σχηματίζω {σχημάτισ-...
σχεδιάζω {σχεδίασ-α... σχηματικά [avv.]
σχεδίαση {-ης κ. -ά... σχηματικός [agg.]
σχεδίασμα {σχεδιάσμ-... σχηματισμένος [agg.]
σχεδιασμένος [agg.] σχηματισμός [s. masch.]
σχεδιασμός [s. masch.] σχηματογραφία {σχηματογρ...
σχεδιαστήριο {σχεδιαστη... σχηματοποιημένος [agg.]
σχεδιαστής {σχεδιαστρ... σχηματοποίηση [s. femm.]
σχεδιαστικός [agg.] σχηματοποιούμαι [v.]
σχέδιο {σχεδί-ου ... σχηματοποιώ {σχηματοπο...
σχεδιογράφος [s. masch.] σχίζα {σχιζών}
σχεδιογραφώ {σχεδιογρα... σχιζογένεση [s. femm.]
σχεδόν [avv.] σχιζοειδής {σχιζοειδ-...
σχέση {-ης κ. -ε... σχιζοθυμία [s. femm.]
σχετίζομαι {σχετίσ-τη... σχίζομαι [v. pass.]
σχετίζω (σχέτ-ισα,... σχιζομανία [s. femm.]
σχετικά [avv.] σχιζομύκητες [sost femm. pl.]
σχετικισμός [s. masch.] σχιζοφρένεια {χωρ. πληθ...
σχετικοκρατία {σχετικοκρ... σχιζοφρενής [s. masch. e femm.]
σχετικοποίηση [s. femm.] σχιζοφρένια [s. femm.]
σχετικοποιώ {σχετικοπο... σχιζοφρενικός [agg.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: