Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
συνωθούμενος [agg.] σύριγγα {συριγγών}
συνωθώ [v.] συρίγγιο {συριγγί-ο...
συνωμοσία {συνωμοσιώ... συριγγώδης {συριγγώδ-...
συνωμότης {συνωμοτών... σύριγμα [s. nt.]
συνωμοτικά [avv.] συριγμογόνος [agg.]
συνωμοτικός [agg.] συριγμώδης [agg.]
συνωμοτικότητα {χωρ. πληθ... συρίζω {μόνο σε ε...
συνωμοτισμός [s. masch.] Σύριος [s. masch.]
συνωμοτώ {συνωμοτεί... συριστικός [agg.]
Συνωμοτών [agg.] σύρμα [s. nt.]
συνωνυμία {συνωνυμιώ... συρματασφάλιση [s. femm.]
συνωνυμικός [agg.] συρματόμετρο [s. nt.]
συνώνυμο {συνωνύμ-ο... συρματόπλεγμα {συρματοπλ...
συνώνυμος [agg.] συρματοπλέγμα [s. nt.]
συνωστίζομαι {συνωστίσ-... συρματοποιείο [s. nt.]
συνωστιζόμενος [agg.] συρματοποίηση [s. femm.]
συνωστίζω [v.] συρματοποιία [s. femm.]
συνωστισμένος [agg.] συρματοποιός [s. masch.]
συνωστισμός [s. masch.] συρματοποιώ [-είς, -εί...
συνωφρυώνομαι [v.] συρματόσχοινο [s. nt.]
σύξυλος [agg.] συρματουργείο [s. nt.]
Συρακούσες [sost femm. pl.] συρματουργός [s. masch.]
Σύρια [s. femm.] συρματώνω [v.]
Συρία [s. femm.] συρμάτωση [s. femm.]
συριακός [agg.] συρμός [s. masch.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: