Greco moderno - Italiano



Donazione
Vai al dizionario italiano-greco


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Hai problemi con i font greci? CLICCA QUI
συμπάθιο [s. nt.] συμπεθεριά [s. femm.]
συμπαθώ {συμπαθείς... συμπεθεριό [s. nt.]
συμπαθών {συμπαθούν... συμπέθερος {συμπεθέρ-...
συμπαιγνία {συμπαιγνι... συμπεραίνω {συμπέρανα...
συμπαίκτης {συμπαικτώ... συμπέρασμα [s. nt.]
σύμπαν {σύμπ-αντο... συμπερασματικά [avv.]
συμπαραγωγή [s. femm.] συμπερασματικός [agg.]
συμπαραγωγός [s. masch. e femm.] συμπεριλαμβάνομαι (> περιλαμ...
συμπαράσταση {-ης κ. -ά... συμπεριλαμβανόμενος [agg.]
συμπαραστάτης {συμπαραστ... συμπεριλαμβάνω {συμπεριέλ...
συμπαραστέκομαι {συμπαραστ... συμπεριλαμβάνων [agg.]
συμπαραστεκόμενος (> παρασύρ... συμπεριπλέκω [v.]
συμπαράταξη {-ης κ. -ά... συμπεριφέρομαι {συμπεριφέ...
συμπαρατάσσομαι {συμπαρατά... συμπεριφορά [s. femm.]
συμπαρίσταμαι [v. intr.] συμπεριφορισμός [s. masch.]
συμπαρομαρτούντα [s. nt. pl.] συμπηγνύω {συνέπηξα}...
συμπαρομαρτώ [-είς, -εί... σύμπηξη {-ης κ. -ή...
συμπάσχω {συνέπασχο... σύμπηξις [s. femm.]
συμπάσχων [s. masch.] συμπιέζομαι [v.]
συμπατριώτης [s. masch.] συμπιέζω {συμπίεσ-α...
συμπατριώτισσα {δύσχρ. συ... συμπιέζων [s. nt.]
συμπατρώτης [s. masch.] συμπίεση {-ης κ. -έ...
συμπατρώτισσα [s. femm.] συμπιέσιμος [agg.]
συμπεθέρα [s. femm.] συμπιεσμένος [agg.]
συμπεθερεύω (συμπεθέρε... συμπιεστής [s. masch.]

Pagina precedentePagina successiva

Sfoglia il dizionario a partire da: